Παναγιώτης Τσάκωνας: «Η Ε.Ε. είναι υποχρεωμένη να ενισχύσει την ευρωπαϊκή βιομηχανία»
Ο Παναγιώτης Τσάκωνας, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μιλά στο alumini για την παγκόσμια γεωπολιτική αστάθεια, τις επιπτώσεις της στην ελληνική οικονομία, αλλά και τις στρατηγικές θωράκισής της απέναντι στις εξωτερικές πιέσεις.
Πώς διαμορφώνεται η γεωπολιτική κατάσταση στην Ουκρανία σήμερα και ποιοι παράγοντες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον τερματισμό του πολέμου;
Σημαντικότερος παράγοντας για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, τρία χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας, αναδεικνύεται ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ. Εδώ και μερικές εβδομάδες επιχειρείται μια προσπάθεια επίτευξης εκεχειρίας μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, με συμμετέχουσες τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και, σε μικρότερο βαθμό, την Ουκρανία αλλά και με πλήρη απουσία της Ευρώπης. Ας έχουμε υπόψη μας ότι εάν είναι μια φορά δύσκολο να υπάρξει συμφωνία εκεχειρίας, είναι πολλαπλά δυσκολότερη μια συμφωνία που θα εξασφαλίζει μια βιώσιμη ειρήνη, με την Ουκρανία να λαμβάνει επαρκείς εγγυήσεις ασφαλείας και τη Ρωσία να αποδέχεται την επιστροφή κάποιων από τα εδάφη που κατέλαβε. Συνεπώς, η γεωπολιτική αστάθεια θα παραμείνει ακόμα και εάν τελικώς επιτευχθεί εκεχειρία.
Πιστεύετε ότι οι “δυτικές δυνάμεις” έχουν αλλάξει;
Είναι απαραίτητο να καταστεί σαφές ότι μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ έχει προκύψει μια βαθιά ρήξη στις διατλαντικές σχέσεις. Κατά συνέπεια δεν είναι ακριβές να αναφερόμαστε στις «δυτικές δυνάμεις», καθώς δε συζητούμε πλέον για ένα κοινό μέτωπο και μια κοινή στάση της Δύσης τόσο έναντι του άμεσου προβλήματος, που αφορά στη συνέχιση της υποστήριξης της Ουκρανίας, όσο και έναντι άλλων σημαντικών παγκόσμιων ζητημάτων, όπως είναι οι σχέσεις με την Κίνα ή η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Με τα ενεργά μέτωπα πολέμου σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, ποιες είναι οι προοπτικές για την παγκόσμια ασφάλεια; Υπάρχει κίνδυνος γενικευμένης αποσταθεροποίησης;
Κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι, δυστυχώς, οι προοπτικές για την παγκόσμια σταθερότητα και ασφάλεια. Και τούτο κυρίως διότι οι επιλογές του νέου Αμερικανού προέδρου προωθούν τη συνολική κατάργηση μιας μεταπολεμικής τάξης βασισμένης σε κανόνες, οι οποίοι, αν και δε λειτουργούσαν πάντα με τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο, εν τούτοις κατάφεραν μέσω διαφόρων διεθνών θεσμών και οργανισμών να παραγάγουν για οκτώ περίπου δεκαετίες μια, έστω σχετική, σταθερότητα. Μέσω του αφηγήματος «MAGA» (Make America Great Again), o πρόεδρος Τραμπ υποστηρίζει την επιστροφή σε ένα «Χομπσιανό κόσμο», όπου δε θα υπάρχουν κανόνες και όπου ο αναθεωρητισμός και η αλλαγή συνόρων με τη βία είναι θεμιτές ή μπορεί ακόμα και να επιβραβεύονται. Τα παραδείγματα είναι πολλά: Η στάση του όσον αφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία με προτάσεις εξαιρετικά δυσμενείς όχι για τον εισβολέα (Ρωσία) αλλά για αυτόν που δέχτηκε την εισβολή (Ουκρανία)· για τη Μέση Ανατολή, μέσω της προώθησης ενός σχεδίου που εκδιώκει τους παλαιστινίους από τις πατρογονικές τους εστίες και επιβραβεύει την πολιτική γενοκτονίας που ακολούθησε η κυβέρνηση Νετανιάχου· οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας με τη Ρωσία, οι οποίες στέλνουν ένα νέο αναθεωρητικό μήνυμα προς την Ευρώπη όσον αφορά τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, ενώ ακόμα και η αποδυνάμωση της αμερικανικής δέσμευσης όσον αφορά στις εγγυήσεις ασφαλείας στην Ταϊβάν, φέρνουν πιο κοντά το ενδεχόμενο η Κίνα να επιδιώξει μια δυναμική κίνηση προσάρτησης. Είναι προφανές ότι όλα αυτά δεν προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις για την παγκόσμια σταθερότητα, ενώ αυξάνουν τον κίνδυνο ευρύτερης αποσταθεροποίησης.
Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες για την Ευρώπη και την Ελλάδα ειδικότερα;
Η Ευρώπη βιώνει ήδη τις συνέπειες από την αλλαγή στη στάση του Τραμπ, τόσο όσον αφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και σε σχέση με άλλες «δυναμικές» και επιθετικές επιλογές του, όπως η επιβολή υψηλών δασμών στις εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων ή η απόφασή του να θέσει σε αμφισβήτηση την προστασία που απολάμβανε η Ευρώπη για σχεδόν ογδόντα χρόνια μέσω της αμερικανικής «πυρηνικής ομπρέλας». Πραγματικότητα, η οποία φέρνει την Ευρωπαϊκή Ένωση (την οποία ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει «μικρή Κίνα» και έχει δηλώσει ότι «δεν του αρέσει, αν και συμπαθεί τους Ευρωπαίους») αντιμέτωπη με την ανάγκη να κάνει το συντομότερο δυνατόν ό,τι χρειάζεται –κυρίως μέσω της ενίσχυσης των αμυντικών ικανοτήτων της – προκειμένου να μπορεί να εξασφαλίσει από μόνη της την προστασία της από εξωτερικές απειλές.
Αλλά και η Ελλάδα βεβαίως, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δε μένει στο απυρόβλητο και βιώνει και εκείνη τις συνέπειες από τις επιλογές της νέας αμερικανικής διοίκησης, οι οποίες αφορούν κυρίως στα σοβαρά διλήμματα που τίθενται για την Ελλάδα περισσότερο στον τομέα της ασφάλειας, δεδομένης μάλιστα της απειλής που αντιμετωπίζει από τη γειτονική Τουρκία και λιγότερο στον τομέα της οικονομίας από την επιβολή των αμερικανικών δασμών, λόγω της φύσης των ελληνικών εξαγωγών.
Οι δασμοί που ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ, στους οποίους αναφερθήκατε και εσείς προηγουμένως, μπορεί να σημαίνουν την έναρξη ενός εμπορικού πολέμου, με δυσμενείς συνέπειες για την ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία;
Είναι αλήθεια ότι η Ευρώπη, και ιδιαίτερα η Γερμανία, ως κύριος εξαγωγέας, μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά από την αύξηση στους αμερικανικούς δασμούς. Ειδικά η επιβολή δασμών σε ευρωπαϊκά προϊόντα, όπως τα αυτοκίνητα και τα φαρμακευτικά, θα μπορούσε να μειώσει την ανταγωνιστικότητά τους στην αμερικανική αγορά, οδηγώντας σε μείωση των εξαγωγών και σε επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον, οι διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού μπορεί να αυξήσουν το κόστος παραγωγής για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Όπως ήδη ανέφερα, η Ελλάδα, είναι λιγότερο εκτεθειμένη στους αμερικανικούς δασμούς, αλλά μπορεί να επηρεαστεί έμμεσα από την αύξηση αυτή μέσω της αρνητικής επιρροής της ευρωπαϊκής οικονομίας. Για παράδειγμα, μια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας θα μπορούσε να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, επηρεάζοντας αρνητικά τις εξαγωγές και τον τουρισμό. Ωστόσο, είναι θετικό το γεγονός ότι η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον οίκο Moody’s, η οποία καταδεικνύει μια βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο σε τέτοιου είδους εξωτερικές πιέσεις.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, λόγω της παρούσας γεωπολιτικής αστάθειας, και ποια περιθώρια έχει να προστατευτεί από εξωτερικούς κραδασμούς;
Η Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από τη γεωπολιτική αστάθεια, όταν μάλιστα αυτή συνοδεύεται από πολιτικές προστατευτισμού, καθώς αυξάνεται δραματικά το στοιχείο της αβεβαιότητας. Οι σοβαρότερες προκλήσεις για την Ελλάδα είναι πιθανόν να αφορούν στη μείωση των εξαγωγών και των επενδύσεων, σε αυξήσεις των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων, ενισχύοντας έτσι τον πληθωρισμό, καθώς και στην αύξηση του κόστους της ενέργειας, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, λόγω της έλλειψης δικτύων διασύνδεσης. Οι τρόποι προστασίας είναι λίγο έως πολύ γνωστοί: η προώθηση στοχευμένων μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανθεκτικότητα, την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις, εξακολουθεί να αποτελεί τον ασφαλέστερο τρόπο θωράκισης της οικονομίας απέναντι σε εξωτερικούς κραδασμούς και πιέσεις.
Ποιοι είναι οι κύριοι άξονες που πρέπει να χαράξει η Ευρώπη για να διατηρήσει την οικονομική και πολιτική της σταθερότητα σε αυτό το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο; Πόσο εφικτή είναι μια πιο αυτόνομη ευρωπαϊκή στρατηγική χωρίς την πλήρη εξάρτηση από τις ΗΠΑ;
Τόσο η οικονομική όσο και η πολιτική σταθερότητα της Ευρώπης έχουν ήδη εδώ και αρκετά χρόνια κλονιστεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώνει την ενίσχυση του λαϊκισμού, του ευρωσκεπτικισμού και της πολιτικής πόλωσης, καθώς και την άνοδο της ακροδεξιάς. Συνεπώς η Ε.Ε. είναι στον οικονομικό τομέα υποχρεωμένη να προχωρήσει στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, προκειμένου να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, κυρίως μέσω των επενδύσεων στην ψηφιακή καινοτομία, καθώς και μέσω της προώθησης της τεχνητής νοημοσύνης, όπου εξακολουθεί να υπολείπεται σοβαρά τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της Κίνας. Η αντιμετώπιση του λαϊκισμού και της πολιτικής πόλωσης συνιστούν, επίσης, αναγκαίες προϋποθέσεις επίτευξης πολιτικής σταθερότητας και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και του στοιχείου της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων πολιτών στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Στον τομέα της ασφάλειας, η πορεία αμυντικής χειραφέτησης της Ευρώπης είναι μια μακροχρόνια, επίπονη και δαπανηρή διαδικασία, που θα δοκιμάσει την ενότητα και την αίσθηση αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών της. Συνεπώς, για το άμεσο μέλλον, η επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας και η πλήρης απεξάρτηση από τις ΗΠΑ δεν είναι εφικτή, αν και πρέπει να επισημανθεί ότι στο πιο πρόσφατο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τέθηκαν για πρώτη φορά, με συγκεκριμένο τρόπο, οι προϋποθέσεις ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ε.Ε., μείωσης της εξάρτησης από τις ΗΠΑ και τελικά αύξησης του γεωπολιτικού αποτυπώματος της Ε.Ε. ως παγκόσμιου δρώντα.
Παναγιώτης Τσάκωνας
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και διεθνείς σχέσεις στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία και κατείχε ερευνητικές θέσεις στα Πανεπιστήμια Harvard, Yale και Οξφόρδης. Εργάστηκε ως Επιστημονικός Σύμβουλος στα Υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών και διετέλεσε μέλος Διοικητικών και Επιστημονικών Συμβουλίων διαφόρων επιστημονικών φορέων και Πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕ.ΜΕ.Α). Δίδαξε σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Γερμανία, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ και Καναδά). Έχει συγγράψει ή/και επιμεληθεί δώδεκα βιβλία, ενώ άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά.
© 2023 Alumini. All rights reserved.
Developed & Designed by Energy Marketing