Γιατί δεν υπάρχουν πλέον αρκετά διαθέσιμα ακίνητα στην Αθήνα;

Παρά την άνθιση της ανοικοδόμησης στη χώρα μας, εξακολουθούν να μην υπάρχουν διαθέσιμα ακίνητα, ενώ οι τιμές παρουσιάζουν αύξηση 37% στην Αττική, σύμφωνα με το SPI Index.

Κατά 37% αυξήθηκαν, κατά μέσο όρο, οι τιμές ακινήτων στην Αττική το τρίτο τρίμηνο του 2023, σε σύγκριση με το 2019, δηλαδή την προ πανδημίας εποχή, σύμφωνα µε τα στοιχεία του δείκτη τιμών Spitogatos Property Index (SPI Index). Την ίδια στιγμή, οι τιμές των κατοικιών στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 46% ανάμεσα στο 2010 και το δεύτερο τρίμηνο του 2023, ενώ αύξηση 21% παρατηρήθηκε την ίδια περίοδο στα ενοίκια, όπως προκύπτει από στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Eurostat.

Σύμφωνα με τη Eurοstat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν κατοικούν σε ιδιόκτητο σπίτι διαθέτουν για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους (περίπου 40%), σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 10%. Στο κόστος στέγασης δεν περιλαμβάνεται μόνο η μίσθωση της κατοικίας, αλλά και τα κοινόχρηστα και οι λογαριασμοί ΔΕΚΟ. Η αναλογία ενοικίου-μισθού, ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, καθιστά σχεδόν απαγορευτική την ενοικίαση ακινήτου, όταν την ίδια στιγμή, οι διαθέσιμες προς μίσθωση κατοικίες λιγοστεύουν και ακριβαίνουν, παρότι καταγράφονται περίπου 770.000 κενές κατοικίες σε όλη τη χώρα, στις οποίες θα πρέπει να συνυπολογιστούν και εκείνες που κατέχονται από funds.

Εν όψει ενός στεγαστικού προβλήματος;

Η έκταση του προβλήματος γίνεται όλο και μεγαλύτερη, καθώς, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat για τις συνθήκες στέγασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα έχει μειωθεί στο 73,3%, σε σύγκριση με το 2011, όπου το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ήταν 78,3% και το 2001 που ήταν 79,8%.

Έρευνα που πραγματοποίησε ο ανεξάρτητος, μη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισμός διαΝΕΟσις για τις διαστάσεις του στεγαστικού προβλήματος, αποτυπώνει αύξηση του δείκτη τιμών κατά 10% στα διαμερίσματα για το 2022 σε σχέση με το 2021. Την ίδια στιγμή, την περίοδο από το 2009 ως το 2014, το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων συρρικνώθηκε κατά 40%, ενώ ταυτόχρονα ο τουρισμός στις πόλεις και στα νησιά παρουσίαζε αυξητική πορεία.

Σε αυτές τις συνθήκες, οι ιδιοκτήτες βρήκαν νέους τρόπους εκμετάλλευσης των ακινήτων τους, πιο επικερδείς, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι οποίες επηρέασαν με τη σειρά τους τις τιμές και τα ενοίκια. Στην κατάσταση αυτή θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στην έρευνα, η Ελλάδα ήταν ήδη μια χώρα χωρίς σημαντική στεγαστική πολιτική. Επιπλέον, το 2012, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, καταργήθηκε ο ΟΕΚ, ο κρατικός φορέας που υλοποιούσε μαζικά προγράμματα στέγασης στη χώρα, χωρίς να αντικατασταθεί από κάποιον νέο οργανισμό. Έτσι, παρότι ο ΟΕΚ απορροφήθηκε τυπικά από τον ΟΑΕΔ (σημερινό ΔΥΠΑ), σταμάτησε να εκδίδει νέα δάνεια, να επιδοτεί το επιτόκιο στεγαστικών δανείων, να σχεδιάζει νέους οικισμούς και να κατασκευάζει κατοικίες.

Η ίδια έρευνα της διαΝΕΟσις, που εκπονήθηκε από τον Ηλία Νικολαΐδη, senior editor του οργανισμού, προτείνει ως λύση για την αντιμετώπιση του στεγαστικού ζητήματος στη χώρα μας την αξιοποίηση των κενών κτιρίων, όπου αυτό είναι δυνατόν, την περαιτέρω ρύθμιση των πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης και τις αλλαγές στις προϋποθέσεις απόκτησης «χρυσής βίζας».